καρκινοειδή

καρκινοειδή
Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή πραγματοποιείται με βράγχια ή, πολύ σπάνια, μέσω του δέρματος. Όπως και στα άλλα αρθρόποδα, το σώμα καλύπτεται από μια χιτινώδη επιδερμίδα, η οποία σε πολλά κ. έχει σκληρυνθεί με την εναπόθεση αλάτων ασβεστίου. Κάθε κ. απαρτίζεται από 3 κύρια μέρη: το κεφάλι, τον θώρακα και την κοιλιά. Το κεφάλι αποτελείται από πέντε μεταμερή (δακτυλιοειδή τμήματα ή σωμίτες) και μια προμεταμερική περιοχή, το άκρον, που φέρει τους οφθαλμούς· κάθε κεφαλικό μεταμερές φέρει ένα ζεύγος εξαρτημάτων: δύο ζεύγη κεραιών –εκ των οποίων το δεύτερο ονομάζεται κεραΐδια– ένα ζεύγος άνω γνάθων και δύο ζεύγη κάτω γνάθων· ο αριθμός των θωρακικών μεταμερών είναι οκτώ, μερικά από τα οποία ή όλα συντήκονται με τα κεφαλικά μεταμερή για να σχηματίσουν τον λεγόμενο κεφαλοθώρακα· τέλος, η κοιλιά μπορεί να αποτελείται από ένα ποικίλο αριθμό μεταμερικών τμημάτων. Το τελικό σωματικό τμήμα δεν είναι γνήσιος σωμίτης και ονομάζεται τέλσον· σε πιο πρωτόγονες ομάδες, το τέλσον μπορεί να φέρει ουραία εξαρτήματα (furca). Ο κεφαλοθώρακας, και ενίοτε ολόκληρο το σώμα, προφυλάσσεται από μια πτύχωση του κεφαλιού, τον θυρεό· στα λιγότερο εξελιγμένα κ. το προστατευτικό αυτό κάλυμμα μπορεί να αποτελείται από ένα λεπτό δίθυρο κέλυφος. Τα εξαρτήματα του θώρακα και της κοιλιάς είναι πιθανό να διαφέρουν ως προς τον αριθμό, το σχήμα και τη διαφοροποίησή τους· τα πρώτα ζεύγη των θωρακικών άκρων –αρθρωτά και δισχιδή πόδια– είναι τοποθετημένα κοντά στα βράγχια και είναι διαμορφωμένα σύμφωνα με τη λειτουργία που επιτελούν (πόδια γναθικά, κίνησης, κολύμβησης κλπ.). Σε αρκετά είδη –όπως στις γαρίδες και στα καβούρια– το πρώτο και το δεύτερο ζεύγος ποδιών έχουν διαφοροποιηθεί σε συλληπτήρια ή αμυντικά όργανα, που ονομάζονται ποδολαβίδεςδαγκάνες. Η κοιλιά φέρει διάφορα ζεύγη άκρων, τα πλεοπόδια που κατευθύνουν το νερό προς τα βράγχια ή συγκρατούν τα αβγά. Με εξαίρεση μερικές –όχι σπάνιες– περιπτώσεις ερμαφροδιτισμού, τα κ. είναι γενικά γονοχωριστικά, με έντονο –αρκετές φορές– φυλετικό διμορφισμό· η γονιμοποίηση είναι εσωτερική με τη βοήθεια γονοποδίων ή πέους. Τα αβγά εξελίσσονται γενικά έξω από τον μητρικό οργανισμό, ωστόσο μεταφέρονται από το θηλυκό άτομο ή επωάζονται σε ειδικούς σάκους. Από κάθε αβγό εκκολάπτεται μία προνύμφη, η οποία, στην αντιπροσωπευτική της μορφή, έχει τρία μεταμερή με τρία ζεύγη εξαρτημάτων, που αντιστοιχούν στα δύο ζεύγη κεραιών και στις κάτω γνάθους του τέλειου ζώου. Αυτή η διαφανής προνύμφη, η οποία μετακινείται στο νερό με τη βοήθεια δύο εξαρτημάτων, αρχίζει να αναπτύσσεται από το τελευταίο ουραίο άκρο του σώματός της και μεταμορφώνεται σταδιακά, ώσπου να προσκτήσει την οριστική μορφή του τέλειου ζώου. Άλλα προνυμφικά στάδια στα κ. είναι η κυπρίς, ιδιαίτερη μορφή θυσανοπόδων, και η zοea, χαρακτηριστική των δεκαπόδων. Τα κ. διαιρούνται στις εξής 9 ομοταξίες ή κλάσεις: κεφαλοκαρίδες, ρεμίποδα, βραγχιόποδα, μαλακόστρακα, μυστακοκαρίδες, κωπήποδα, βραγχίουρα, θυσανόποδα και οστρακώδη· ορισμένοι κατατάσσουν τις πέντε τελευταίες ομοταξίες σε μια μονοφυλετική ομάδα, τα γναθόποδα. Οι κεφαλοκαρίδες είναι πολύ μικροί οργανισμοί, που αρχικά είχαν θεωρηθεί ως τα πιο πρωτόγονα κ., μέχρι την ανακάλυψη των ρεμιπόδων, τα οποία κατέλαβαν τη θέση αυτή. Τα βραγχιόποδα –ο θυρεός των οποίων μπορεί να είναι αρκετά περιορισμένος, αλλά οπωσδήποτε φέρουν έναν απλό ή μερικούς σύνθετους οφθαλμούς– χωρίζονται σε 4 τάξεις: τα κογχόστρακα, τα κλαδοκεραιωτά, τα νωτόστρακα και τα ανόστρακα. Τα κλαδοκεραιωτά είναι μια ιδιαίτερα πολυάριθμη ομάδα, τα μέλη της οποίας αναπαράγονται στην πλειοψηφία με παρθενογένεση, έχουν μήκος γενικά μεγαλύτερο από 1 χιλιοστό και ζουν κυρίως στα γλυκά νερά, όπου διάφορα είδη τους, όπως για παράδειγμα η δάφνια, αποτελούν σημαντικό μέρος του πλαγκτού. Οι μυστακοκαρίδες περιλαμβάνουν κ. με αρκετά πρωτόγονα χαρακτηριστικά. Τα κωπήποδα χαρακτηρίζονται συχνά από την απώλεια της μεταμέρειας και των εξαρτημάτων και αφθονούν στο πλαγκτόν των εσωτερικών υδάτων και των θαλασσών· μερικά κωπήποδα έχουν την ιδιότητα του φωσφορισμού· πολλά από αυτά είναι παράσιτα, ιδιαίτερα των ψαριών, και στις περιπτώσεις αυτές το μήκος τους υπερβαίνει συχνά τα 10 εκ. Τα βραγχίουρα, τα οποία είναι περιοδικά εξωπαράσιτα ψαριών της θάλασσας ή των γλυκών νερών, δεν είναι πολλά, έχουν σώμα επίπεδο, οφθαλμούς σύνθετους και έναν πλατύ θυρεό. Τα θυσανόποδα (ή κιρρόποδα) αποτελούν μια μεγάλη ομάδα οργανισμών, οι οποίοι είτε είναι εδραίοι είτε παρασιτούν μέσα σε άλλους οργανισμούς· χαρακτηρίζονται από ένα δεύτερο προνυμφικό στάδιο (κυπρίς), το οποίο εμφανίζεται μετά το προνυμφικό στάδιο του ναυπλίου και το οποίο βοηθά στον εντοπισμό του ξενι στή ή της θέσης προσκόλλησης. Τα θυσανόποδα είναι κατά μεγάλο μέρος ερμαφρόδιτα και εμφανίζουν τάσεις ελάττωσης του μεγέθους των αρσενικών ατόμων. Τα οστρακώδη έχουν μήκος το πολύ 2 χιλιοστά και συναντώνται κυρίως στον βυθό της θάλασσας και μέσα στα γλυκά νερά. Έχουν θυρεό σχήματος διθύρου κελύφους και αναπνέουν μόνο από το δέρμα. Τέλος, τα μαλακόστρακα, στα οποία ανήκουν τα πιο εξελιγμένα κ., χαρακτηρίζονται από την παρουσία το πολύ 5 κεφαλικών, 8 θωρακικών και 6 ή 7 κοιλιακών μεταμερών: το τελευταίο ζεύγος κοιλιακών εξαρτημάτων (ουροπόδια) παρουσιάζει κάποια διαφοροποίηση σε σχέση με τα άλλα μεταμερή και εξυπηρετεί την κίνηση των ζώων στο νερό. Η μεγάλη ομοταξία των μαλακοστράκων υποδιαιρείται σε 6 υφομοταξίες: τις φυλλοκαρίδες, τις οπλοκαρίδες, τις συνκαρίδες, τις πανκαρίδες, τις περακαρίδες και τις ευκαρίδες· οι τελευταίες 4 τάξεις χαρακτηρίζονται και ως ευμαλακόστρακα. Η τάξη των ισοπόδων –η οποία ανήκει στην ομοταξία των περακαρίδων– εκτός από τα πολυάριθμα είδη που ζουν σε θάλασσες και σε γλυκά νερά, περιλαμβάνει επίσης χερσαίες μορφές· μερικά θαλάσσια είδη ισοπόδων είναι παράσιτα ψαριών. Στην τάξη των αμφιπόδων (περακαρίδες) ανήκουν κ. που χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να πραγματοποιούν μικρά πηδήματα στο νερό, χάρη στην ειδική διαμόρφωση των τελευταίων άκρων της κοιλιάς· λόγω αυτής της ιδιότητάς τους τα αμφίποδα ονομάζονται κοινώς νερόψυλλοι. Σε αυτά συγκαταλέγεται το γένος Gammarus, που περιλαμβάνει είδη του γλυκού και του θαλάσσιου νερού, και το είδος Talitrussaltator. Στα δεκάποδα (ευκαρίδες) ανήκουν τα πιο μεγαλόσωμα και πιο γνωστά κ., από άποψη διατροφής για τον άνθρωπο. Η τάξη αυτή, ιδιαίτερα πλούσια σε είδη θαλάσσιου και γλυκού νερού, περιλαμβάνει και αρκετά χερσαία είδη. Οφείλει την ονομασία της στα 5 ζεύγη των βαδιστικών ποδιών του θώρακα. Τα δεκάποδα –που άλλοτε υποδιαιρούνταν σε 3 υποτάξεις: άνουρα (πάγουρος), βραχύουρα (καβούρια) και μακρόουρα (αστακοί, γαρίδες)– σήμερα διακρίνονται σε δεκάποδα επιπλέοντα, στα οποία ανήκουν πολλές μικρές γαρίδες, και σε δεκάποδα έρποντα στον βυθό, στα οποία ανήκουν ο αστακός, οι διάφορες γαρίδες γλυκών και θαλάσσιων νερών κ.ά. Στα κ. κατέτασσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και τους ξιφόσουρους, οι οποίοι σήμερα θεωρούνται είδη της ομοταξίας των μεροστομάτων του φύλου των χηληκεραιωτών και μάλιστα είναι οι μόνοι σύγχρονοι εκπρόσωποι αυτής της ομοταξίας. Σε προσχωσιγενή εδάφη του παλαιοζωικού αιώνα βρίσκονται απολιθωμένα δείγματα κ. όπως οι τριλοβίτες, που θεωρούνται πρόγονοι όχι μόνο αυτών που επιζούν έως σήμερα αλλά και όλων των αρθροπόδων. Οι τριλοβίτες, ζώα κυρίως βενθικά, έζησαν μόνο κατά τον παλαιοζωικό αιώνα. Κάβουρας του γένους Portunus. Δύο αμφίποδα του γένους Gammarus. Καρκινοειδή του γένους Lepas. Το στοματόποδο Squilla mantis.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καβούρια — Καρκινοειδή μαλακόστρακα (καρκίνοι) της μεγάλης υπόταξης των βραχυούρων, της τάξης των δεκαπόδων. Ο κεφαλοθώρακας των αρθροπόδων αυτών είναι αρκετά ανεπτυγμένος και έχει πολυγωνικό ή στρογγυλό σχήμα, ανάλογα με το είδος. Το κοιλιακό τμήμα είναι… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… …   Dictionary of Greek

  • δερματοσκελετός — Σκληρός, μεσοδερμικός σχηματισμός διαφόρων ασπονδύλων. Έχει λειτουργία ανάλογη με εκείνη του σκελετού των σπονδυλοζώων, γιατί εξυπηρετεί τη στήριξη και την προσκόλληση του μυϊκού συστήματος. Στα εχινόδερμα, ο δ. είναι ένας ασβεστολιθικός… …   Dictionary of Greek

  • μακρόουρα — (macrura). Υπόταξη των δεκαπόδων μαλακοστράκων καρκινοειδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη και συμμετρική κοιλιά που σκεπάζεται από τον θυρεό. Συνήθως, έχουν μακρύ σώμα, με μακριές αισθητήριες κεραίες και μεγάλο πτερύγιο στην ουρά.… …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτό — Με τον όρο αυτό –που προέρχεται από το ρήμα πλανώμαι– χαρακτηρίζεται το σύνολο των οργανισμών που ζουν στη μάζα των νερών, σε αντίθεση με το βένθος, που αποτελείται από τους οργανισμούς του βυθού. Με την ευρεία αυτή έννοια, το π. περιλαβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η …   Dictionary of Greek

  • Πρωτέας — (proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23 28 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”